υποφερτό

υποφερτό
dayanılır, çekilir

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υποφερτός — ή, ό, Ν 1. αυτός που μπορεί κανείς να τόν υποφέρει, να τόν αντέξει («το κρύο ήταν υποφερτό») 2. μτφ. κάπως καλός, όχι τελείως κακός ή απαράδεκτος (α. «υποφερτό έργο» β. «υποφερτή παράσταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υποφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1782… …   Dictionary of Greek

  • εμπραΰνω — ἐμπραΰνω (Α) καταπραΰνω, μαλακώνω κάτι μέσα σε άλλο, τό κάνω υποφερτό λειαίνοντάς το («ἔστι δὲ καὶ τοὺς σκληρούς χαλινοὺς ἐμπραΰνειν καταλειοῡντα», Πολυδ.) …   Dictionary of Greek

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

  • φορητός — ή, ό / φορητός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και ος Α [φορῶ] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταφέρει ή να τόν μετατοπίσει (α. «φορητή συσκευή» β. «φορηταὶ οἰκίαι», Φίλ.) αρχ. 1. αυτός που μετακινείται (α. «κυμάτεσσι φορητά», Πίνδ. β. «ἄστρα φορητά» οι… …   Dictionary of Greek

  • υποφερτός — ή, ό 1. ο κάπως ανεκτός, που μπορεί κανείς να τον υποφέρει: Υποφερτή ζέστη. 2. μέτριος, καλούτσικος: Υποφερτό φαΐ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”